- μικρολογιστική
- ηόρος ο οποίος χρησιμοποιείται από μερικούς ειδικούς αντί τής λογιστικής, όταν αυτή εφαρμόζεται στις επιμέρους οικονομικές μονάδες, όπως λ.χ. σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, σε αντιδιαστολή προς την εθνική λογιστική, που ονομάζεται μακρολογιστική και αναφέρεται στη μέτρηση τού εθνικού εισοδήματος και τής εθνικής δαπάνης.
Dictionary of Greek. 2013.