μικρολογιστική

μικρολογιστική
η
όρος ο οποίος χρησιμοποιείται από μερικούς ειδικούς αντί τής λογιστικής, όταν αυτή εφαρμόζεται στις επιμέρους οικονομικές μονάδες, όπως λ.χ. σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, σε αντιδιαστολή προς την εθνική λογιστική, που ονομάζεται μακρολογιστική και αναφέρεται στη μέτρηση τού εθνικού εισοδήματος και τής εθνικής δαπάνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”